εἰσκριτικόν

εἰσκριτικόν
εἰσκριτικόν
due paid on enrolment
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εισκριτικόν — εἰσκριτικόν, το (Α) 1. πληρωμή που κατέβαλλαν οι ιερείς τού Άμμωνος στον βασιλιά για την εκλογή τους στο αξίωμα αυτό 2. δικαίωμα εγγραφής που κατέβαλλαν οι έφηβοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”